- μεσοπλανητικός
- -ή, -ό1. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στους πλανήτες2. φρ. «μεσοπλανητική ύλη»αστρον. αραιά διασκορπισμένο υλικό που υπάρχει στον χώρο ανάμεσα στους πλανήτες και ανάμεσα στα άλλα σώματα τού ηλιακού μας συστήματος καθώς και οι δυνάμεις που επικρατούν σε αυτήν την περιοχή τού διαστήματος, αλλ. μεσοπλανητικό υλικό ή διαπλανητική ύλη.
Dictionary of Greek. 2013.